- φιάλαν
- φιάλᾱν , φιάληbowlfem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PATERA — eo quod pateat, dicta: Eius in sacrificiis antiquitus usus fuit, postea ad convivia transiit. Unde Vatro de L. L. l. 4. Hisce etiam nunc in publico conurvio, antiquitatis retinendae causa, cum Magistri siunt, potio circumsertur, et in… … Hofmann J. Lexicon universale
οίκοθεν — (Α οἴκοθεν και οἴκοθε) επίρρ. 1. από το σπίτι, από την οικία («φιάλαν... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων οἴκοθεν οἴκαδε», Πίνδ.) 2. από την πατρίδα («οἴκοθεν ἐκ Κλαζομενῶν», Πλάτ.) 3. αφ εαυτού, αυτοπροαίρετα, εκουσίως 4. με προσωπική κρίση… … Dictionary of Greek
οινοδόκος — οἰνοδόκος, ον (Α) 1. αυτός που δέχεται ή περιέχει κρασί («οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῑαν», Πίνδ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ οἰνοδόκος δοχείο κρασιού («τὸν Ἀδριακοῡ νέκταρος οἰνοδόκον», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + δόκος (< δέχομαι), πρβλ.… … Dictionary of Greek
προπίνω — ΝΑ 1. πίνω πρώτος εις υγείαν κάποιου προκειμένου να κάνουν το ίδιο και οι άλλοι συνδαιτημόνες 2. πίνω πρώτος εις υγείαν ή προκειμένου να τιμήσω κάποιον, εγείρω πρόποση («φιάλαν... δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ προπίνων», Πίνδ.) αρχ. 1. πίνω πρώτος ή… … Dictionary of Greek
ωσεί — ὡσεί, ΝΑ, και ὡς εἰ, Α (λόγιος τ.) επίρρ. ωσάν, σαν να (α. «ωσεί παρών» σαν να ήταν παρών β. «φιάλαν ὡς εἴ τις... δωρήσεται», Πίνδ.) αρχ. 1. (σε απλή παρομοίωση) σαν 2. (με αριθμτ. ή με λέξεις που σημαίνουν μέτρο χρόνου ή τόπου) περίπου («ὡσεὶ… … Dictionary of Greek